- υπερωμία
- ἡ, Ατο τμήμα τού σώματος πάνω από τους ώμους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ὦμος + κατάλ. -ία (πρβλ. συν-ωμ-ία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερωμίας — ὑπερωμίᾱς , ὑπερωμία the part above the shoulders fem acc pl ὑπερωμίᾱς , ὑπερωμία the part above the shoulders fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερωμίαν — ὑπερωμίᾱν , ὑπερωμία the part above the shoulders fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
рамо — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ὦμος) плечо; рука, подпора; (ὑπερωμία) то, что выше плеч; … Словарь церковнославянского языка
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek